- σκύλλα
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε και καταβρόχθιζε τους ναυτικούς που περνούσαν από το άντρο της (σύμφωνα με τη παράδοση, το άντρο αυτό βρισκόταν στις ακτές του πορθμού της Μεσσήνης, απέναντι από το άντρο της Χάρυβδης). Ο Όμηρος περιγράφει το πέρασμα του πλοίου του Οδυσσέα από το άντρο στην Οδύσσεια (XII 85 και συν.). Σύμφωνα με την περιγραφή, η Σ. είχε δώδεκα πόδι και έξι λαιμούς που κατάληγαν σε ισάριθμα κεφάλια σκύλου, τα οποία είχαν στο στόμα του τρεις σειρές από κοφτερά δόντια. Βλ. λ. Χάρυβδις
2. Κόρη του Νίσου, βασιλιά των Μεγάρων. Όταν ο βασιλιάς της Κρήτης, Μίνως, που είχε καταλάβει τα Μέγαρα και τη Νίσαια, έπαψε να την αγαπά και την περιφρόνησε, η Σ. στενοχωρήθηκε τόσο πολύ ώστε έπεσε από το ακρωτήριο της Τροιζηνίας στο Σαρωνικό κόλπο. Το ακρωτήριο αυτό ονομάστηκε Σκύλλαιον ή Σκυλλαίον.
Χάλκινη κεφαλή του μυθολογικού θαλάσσιου τέρατος Σκύλλα, ελληνιστικής εποχής: έργο άγνωστου καλλιτέχνη (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
* * *η, Νζωολ. γένος σαρκοφάγων θαλάσσιων καρκινοειδών τής υφομοταξίας μαλακόστρακα, τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης στοματόποδα, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 250 είδη, με κύριο χαρακτηριστικό το πολύ ανεπτυγμένο δεύτερο ζεύγος ποδιών, που μοιάζουν με τα μεγάλα πρόσθια συλληπτήρια πόδια τού εντόμου μάντης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την οικογένεια τού σκύλαξ* (πρβλ. και σκύλιον)].
Dictionary of Greek. 2013.